- τσιριμόνια
- η(λ. ιταλ.), συνήθ. πληθ., τσιριμόνιες, οι φιλοφρόνηση, επιδεικτική περιποίηση: Τους έκαναν πολλές τσιριμόνιες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιριμόνια — και τσεριμόνια, η, Ν 1. φιλοφρόνηση, επιδεικτική περιποίηση («μάς έκαναν πολλές τσιριμόνιες») 2. (κατ επέκτ.) νάζι, κόλπο («μη μού κάνεις εμένα τσιριμόνιες!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerimonia «τελετή» < λατ. caerimonia «αγιότητα, θρησκεία»)] … Dictionary of Greek
τσεριμόνι — η, Ν βλ. τσιριμόνια … Dictionary of Greek
φιλοφρόνηση — η 1. φιλική συμπεριφορά σε κάποιον, περιποιητικότητα, περιποιήσεις: Μας δέχτηκαν με φιλοφρόνηση. 2. φιλοφρόνημα, κομπλιμέντο, τσιριμόνια: Οι φιλοφρονήσεις κολακεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)